- εντεροκολίτιδα
- ηφλεγμονή τού λεπτού και τού παχέος εντέρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εντεροκολίτιδα — η (ιατρ.), η ταυτόχρονη ή διαδοχική φλεγμονή του λεπτού και του παχιού εντέρου, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία άφθονων βλεννών στα περιττώματα και από εναλλαγές δυσκοιλιότητας και διάρροιας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εντερίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται… … Dictionary of Greek
πύλωμα — το, ΝΑ νεοελλ. στον πληθ. τα πυλώματα ιατρ. κολικοί πόνοι που προκαλούνται από εντεροκολίτιδα ή δυσεντεροειδή κατάρρουν αρχ. η πύλη και ο χώρος που βρίσκεται γύρω από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + κατάλ. ωμα (πρβλ. δεσμώματα: δεσμός)] … Dictionary of Greek
γαστροεντεροκολίτιδα — η εντεροκολίτιδα με στομαχικά συμπτώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εντερικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα, που είναι των εντέρων 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εντερικά οι αρρώστιες των εντέρων, εντερίτιδα, εντεροκολίτιδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)